ορέαμνος

ορέαμνος
ο
ζωολ. είδος αγριόγιδου τών Βραχωδών Ορέων τής Βόρειας Αμερικής, που ανήκει στην κατηγορία τών αιγοειδών τής οικογένειας τών βοοειδών.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. oreamnos < ορε- (< όρος «βουνό»)+ αμνός].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • απλόκερος — (haplocerum). Αρτιοδάκτυλο θηλαστικό της οικογένειας των βοοειδών. Είναι γνωστό και με την ονομασία ορεαμνός. Τα ζώα του γένους αυτού ζουν στον Καναδά, στις υψηλότερες πλαγιές των Βραχωδών ορέων. To μήκος του σώματός τους μαζί με το κεφάλι φτάνει …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”