- ορέαμνος
- οζωολ. είδος αγριόγιδου τών Βραχωδών Ορέων τής Βόρειας Αμερικής, που ανήκει στην κατηγορία τών αιγοειδών τής οικογένειας τών βοοειδών.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. oreamnos < ορε- (< όρος «βουνό»)+ αμνός].
Dictionary of Greek. 2013.